πολύαστρον

πολύαστρον
πολύαστρος
with many stars
masc/fem acc sg
πολύαστρος
with many stars
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύαστρος — η, ο / πολύαστρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον τού αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ. β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον ἕδος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄστρον (πρβλ. έν αστρος)] …   Dictionary of Greek

  • στριφογυρίζω — και στρεφογυρίζω και στριφογυρνώ και ιδιωμ. προφ. στρουφογυρίζω Ν 1. θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, κάνω κάτι να γυρίζει γύρω γύρω, τό περιστρέφω 2. (αμτβ.) στρέφομαι εδώ και εκεί με ανησυχία («εις το πολύαστρον τού αιθέρος τα μάτια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”